κανιβαλικός

κανιβαλικός
και καννιβαλικός, -ή, -ό [καννίβαλος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στους κανιβάλους, θηριώδης, άγριος.
επίρρ...
καν(ν)ιβαλικά και -ώς
με κανιβαλικό, με θηριώδη τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κανιβαλικός — ή, ό αυτός που ανήκει, προσιδιάζει ή αναφέρεται στους κανίβαλους: Η συμπεριφορά τους ήταν κανιβαλική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”